τριχινίαση

τριχινίαση
η, Ν
ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και πολλών σαρκοβόρων ζώων, που οφείλεται στις νύμφες τού νηματώδους σκώληκα Trichinella spiralis, αλλ. τριχίνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiniasis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + -iasis (< -ίασις / -ίαση*) Η λ., στον λόγιο τ. τριχινίασις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριχίνη — Γένος νηματωδών σκουληκιών. Είναι παράσιτα του λεπτού εντέρου του ανθρώπου και πολλών θηλαστικών όπως ο χοίρος, το σκυλί, η γάτα, η αρκούδα. Η θηλυκή τ. κολλά με το τριχωτό της κεφάλι στο τοίχωμα του εντέρου και εκεί γεννά 200 1.500 ζωντανά νεαρά …   Dictionary of Greek

  • ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ …   Dictionary of Greek

  • τριχίνωση — η, Ν ιατρ. τριχινίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichinosis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + osis (< κατάλ. ωσις < ρ. σε όω, ῶ). Η λ., στον λόγιο τ. τριχίνωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”